Greek Meaning of supernormal
υπερφυσικός
Other Greek words related to υπερφυσικός
- μαγικός
- θαυματουργός
- υπεράνθρωπος
- παράξενος
- Εξαιρετικός
- φαινομενικό
- υπερφυσικός
- αξιοσημείωτος
- περίεργο
- υπερφυσικός
- υπερβατικός
- υπερβατικός
- Παράξενος
- μοναδικός
- εκκεντρικός
- άτυπος
- απορίας άξιο
- απογοητευτικό
- παράξενος/η
- ενοχλητικός
- εμφανής
- περίεργος
- ανατριχιαστικό
- ανατριχιαστικό
- φανταστικός
- Φανταστικός
- πολύ μακριά
- φολιδωτός
- τέρας
- τρομακτικός
- αστείο
- γκροτέσκο
- Ιδιοσυγκρασιακός
- σγουρός
- θαυμαστός
- θαυμάσιος
- μυστηριώδης
- αξιοσημείωτος
- αισθητός
- μακριά από τον δρόμο
- εκκεντρικός
- σκανδαλώδης
- Εξαίρετος
- περίεργος
- μπερδεμένος
- θαυμαστός
- εξέχων
- συγκεχυμένο
- γραφικό
- κουίρ
- παράξενο
- εκκεντρικός
- σπάνιος
- εξέχων
- τρελός
- συγκλονιστικό
- ενικός
- εντυπωσιακός
- ασυνήθιστος
- μη συμβατικό
- αφύσικος
- ανορθόδοξος
- ασυνήθιστο
- ασυνήθιστος
- τρελός
- τέλος
- περίεργος
- περίεργος
- Άγρια
Nearest Words of supernormal
- supernaturalness => υπερφυσικότητα
- supernaturally => υπερφυσικά
- supernaturalistic => υπερφυσικός
- supernaturalist => υπερφυσικός
- supernaturalism => Υπερφυσικότητα
- supernatural virtue => υπερφυσική αρετή
- supernatural being => Υπερφυσική οντότητα
- supernatural => υπερφυσικός
- supernatant => υπερνήμα
- supernal => ουράνιος
- supernova => Υπερνέας
- supernumerary => υπαριθμητικός
- superorder => επιτάξη
- superorder acanthopterygii => Υπερομοταξία ακανθοπτερυγίων
- superorder labyrinthodonta => Λαβυρινθοδόντια
- superorder labyrinthodontia => υπερομοταξία λαβυρινθοδόντια
- superorder malacopterygii => Υπερτάξη Μαλακόπτερυγα
- superorder ratitae => Στρουθιόμορφα
- superordinate => ανώτερος
- superordinate word => υπέρτατο επίπεδο
Definitions and Meaning of supernormal in English
supernormal (s)
beyond the range of the normal or scientifically explainable
exceeding the normal or average
FAQs About the word supernormal
υπερφυσικός
beyond the range of the normal or scientifically explainable, exceeding the normal or average
μαγικός,θαυματουργός,υπεράνθρωπος,παράξενος,Εξαιρετικός,φαινομενικό,υπερφυσικός,αξιοσημείωτος,περίεργο,υπερφυσικός
μέσος,συνηθισμένος,κάθε μέρα,κήπος,συνηθισμένος,πεζός,ρουτίνα,τυπικός,συνήθης,κοινός
supernaturalness => υπερφυσικότητα, supernaturally => υπερφυσικά, supernaturalistic => υπερφυσικός, supernaturalist => υπερφυσικός, supernaturalism => Υπερφυσικότητα,