Greek Meaning of ascendence
Ανάληψη
Other Greek words related to Ανάληψη
- άνοδος
- κυριαρχία
- κυριαρχία
- κυριαρχία
- Ηγεμονία
- κυριαρχία
- Ανωτερότητα
- περιοχή
- Αυτοκρατορία
- σημασία
- επικράτηση
- υπεροχή
- προτεραιότητα
- βασιλεία
- Κυριαρχία
- κυριαρχία
- Υπεροχή
- χέρι
- αυθεντία
- Αποπνικτικός εναγκαλισμός
- επιρροή
- συμπλέκτης
- εντολή
- έλεγχος
- κατεύθυνση
- Ο eminence
- λαβή
- Δικαιοδοσία
- κυριότητα
- διαχείριση
- κυριαρχία
- ίσως
- στιγμή
- προνόμιο
- προνόμιο
- τραβώ
- δεξιά
- Σκήπτρο
- ταλάντευση
- εξαγορά
Nearest Words of ascendence
Definitions and Meaning of ascendence in English
ascendence (n)
the state that exists when one person or group has power over another
FAQs About the word ascendence
Ανάληψη
the state that exists when one person or group has power over another
άνοδος,κυριαρχία,κυριαρχία,κυριαρχία,Ηγεμονία,κυριαρχία,Ανωτερότητα,περιοχή,Αυτοκρατορία,σημασία
αδυναμία,αδυναμία,ανικανότητα
ascended => ανατέλλει, ascendant => ωροσκόπος, ascendancy => άνοδος, ascendance => άνοδος, ascendable => αναβάσιμος,