Greek Meaning of ascendable
αναβάσιμος
Other Greek words related to αναβάσιμος
Nearest Words of ascendable
Definitions and Meaning of ascendable in English
ascendable (s)
capable of being ascended
ascendable (a.)
Capable of being ascended.
FAQs About the word ascendable
αναβάσιμος
capable of being ascendedCapable of being ascended.
αναρριχώμαι,ανέβαινω,σκαρφαλώνω,προκύπτω,φιλοδοξώ,ασανσέρ,τοποθετώ,κλίση,ώθηση,πάνω
πτώση,κατέρχομαι,βουτάω,σταγόνα,πέφτω,βουτιά,κατάδυση,βυθίζω,νιπτήρας,ολίσθηση
ascend => Αναβαίνω, ascaris lumbricoides => Ασκαρίς η μεγαλοκέφαλη, ascaris => Ασκαρίδα, ascaridia galli => Ασκαρίδια γαλλί, ascaridia => Ασκαρίδα,