Greek Meaning of adjourned

αναβλήθηκε

Other Greek words related to αναβλήθηκε

Definitions and Meaning of adjourned in English

Webster

adjourned (imp. & p. p.)

of Adjourn

FAQs About the word adjourned

αναβλήθηκε

of Adjourn

διακοπείσα,εσοχή,Αναστολή,αναβληθείς,αναβλήθηκε,αναβληθέν,διαλυμένος,διακοπεί,κρατημένος,παραταθεί

συνέχεια,διευρυμένο,εγκαινιάστηκε,ξεκίνησε,ανοιχτός,παρατεταμένος,προχώρησε,συναρμολογημένο,ονομαζόμενος,ανανεωμένος

adjournal => αναβολή, adjourn => αναβάλλω, adjoint => συνακόλουθο, adjoining room => δωμάτιο δίπλα, adjoining => γειτονικός,