Greek Meaning of winking (out)
ανοιγοκλείνοντας τα μάτια (έξω)
Other Greek words related to ανοιγοκλείνοντας τα μάτια (έξω)
- διακοπή
- χωρίζοντας
- παύοντας
- τελικός
- τέλος
- λήγει
- ανακοπή
- παύω
- χαλαρώνω
- στάση
- εκκαθάριση
- Γειά σου χάμα
- κλείσιμο
- υπισχνόμενος
- διακοπή
- ετοιμοθάνατος
- παρέρχομαι
- φινίρισμα
- πηγαίνω
- λήγoν
- απόλυση (από)
- συσκευασία
- περνώντας
- αποχή (από)
- στάση
- καταληκτικός
- αναλύοντας
- λιποθυμάω
- κόψιμο
- Αδιέξοδο
- Αποποίηση (από)
- παράδοση
- χτυπώντας
- παύση
- εξασθενίζων
- διακοπή καπνίσματος
- διαμονή
- αναστολή
- ξετύλιγμα
Nearest Words of winking (out)
- winkled => ρυτιδωμένος, ζαρωμένος
- winkling => κλείσιμο του ματιού
- winks => κλείσιμο ματιού
- winks (at) => κλείνει το μάτι (σε κάποιον)
- winners => νικητές
- winning (against) => Νίκη (εναντίον)
- winning (back) => κερδίζοντας (πίσω)
- winning (over) => νικηφόρα (πάνω)
- winnowed (out) => (επιλεγμένο (έξω))
- winos => αλκοολικοί
Definitions and Meaning of winking (out) in English
winking (out)
No definition found for this word.
FAQs About the word winking (out)
ανοιγοκλείνοντας τα μάτια (έξω)
διακοπή,χωρίζοντας,παύοντας,τελικός,τέλος,λήγει,ανακοπή,παύω,χαλαρώνω,στάση
συνεχόμενος,κρεμαστό,σχέδιο,εκτίνω,επίμονος,παρατείνοντας
winking (at) => κλείσιμο ματιού σε, winked (out) => κλείνοντας το μάτι (έξω), winked (at) => κλείνω το μάτι (σε κάποιον), wink (out) => κλείνω το μάτι, wink (at) => κλείνω το μάτι (προς),