FAQs About the word cutting out

κόψιμο

surgical removal of a body part or tissue

αναλύοντας,συντριβή,ετοιμοθάνατος,αποτυχημένος,δίνοντας,Συμπεριφέρονται,σπάσιμο,λιποθυμάω,στάση,σιγοβράζω

εκκίνηση (προς τα πάνω)

cutting off => κόβοντας, cutting implement => εργαλείο κοπής, cutting edge => υψηλής τεχνολογίας, cutting board => σανίδα κοπής, cutting angle => γωνία κοπής,