Greek Meaning of cutting out
κόψιμο
Other Greek words related to κόψιμο
Nearest Words of cutting out
Definitions and Meaning of cutting out in English
cutting out (n)
surgical removal of a body part or tissue
FAQs About the word cutting out
κόψιμο
surgical removal of a body part or tissue
αναλύοντας,συντριβή,ετοιμοθάνατος,αποτυχημένος,δίνοντας,Συμπεριφέρονται,σπάσιμο,λιποθυμάω,στάση,σιγοβράζω
εκκίνηση (προς τα πάνω)
cutting off => κόβοντας, cutting implement => εργαλείο κοπής, cutting edge => υψηλής τεχνολογίας, cutting board => σανίδα κοπής, cutting angle => γωνία κοπής,