FAQs About the word cuttingly

κοφτερά

in an intentionally unkind way

δάγκωμα,πικρός,διεισδυτικός,κοφτερός,ζωηρός,απότομος,τρύπημα,Ωμός,πονηρός,τσούξιμο

ήπιος,ήπιος,κατευναστικός,χλιαρός

cutting-edge => Υπερσύγχρονος, cutting tool => Εργαλείο κοπής, cutting room => Μοντάζ, cutting out => κόψιμο, cutting off => κόβοντας,