Greek Meaning of giving over
παράδοση
Other Greek words related to παράδοση
- διακοπή
- παύοντας
- κόβοντας
- κόψιμο
- τέλος
- ανακοπή
- διακοπή καπνίσματος
- στάση
- χωρίζοντας
- χτυπώντας
- απόλυση
- παύω
- συσκευασία
- απενεργοποίηση
- σπάσιμο
- κονσερβοποίηση
- έλεγχος
- τελικός
- καθυστέρηση
- διακοπή
- πτώση
- φινίρισμα
- κλείσιμο (κλείσιμο)
- Αποποίηση (από)
- έχοντας κάνει με
- συγκράτηση
- βάζω τέλος σε κάτι
- αναστολή
- επιστροφή
- κατάργηση
- συναρπαστικός
- Αποκλεισμός
- αποκλεισμός
- κλήση
- ολοκλήρωση
- καταδικαστικός
- Καταστροφικός
- κράτηση
- διαλυτικός
- εμποδίζοντας
- κατοχή
- εμποδίζοντας
- εμποδίζοντας
- παύση
- καταστροφική
- βύθιση
- Υποανάπτυξη
- Διακοπή (μαθημάτων)
- φρενάρισμα
- Σφίξιμο
- απενεργοποίηση
- εμποδίζοντας
- περιορισμός (σε)
- σύνθλιψη
- καταπιεστικός
- σφράγιση
- διαμονή
- Ριζοποίηση
- κατασταλτικός
Nearest Words of giving over
- giving out => δίνοντας
- giving one's word => δίνοντας το λόγο του
- giving one the gate => δίνοντας σε κάποιον την πύλη
- giving one the creeps => προκαλέσει ανατριχίλα
- giving off => εκπνέει
- giving of => προσφέροντας
- giving in (to) => παραχωρώ (σε)
- giving in => παραχώρηση
- giving ground => υποχωρώ
- giving birth to => γέννηση
- giving rise to => που προκαλεί
- giving the lie to => διαψεύδω
- giving the third degree to => δίνοντας τον τρίτο βαθμό σε
- giving up (to) => υποχωρώ (σε)
- giving up the ghost => πεθαίνω
- giving way => παραχώρηση
- giving way (to) => παραχωρείν το δρόμο (σε)
- glad rags => Γιορτινά ρούχα
- gladdens => χαροποιεί
- glades => ξέφωτα
Definitions and Meaning of giving over in English
giving over
entrust, cease, to yield without restraint or control, to cease an activity, to set apart for a particular purpose or use, to pronounce incurable
FAQs About the word giving over
παράδοση
entrust, cease, to yield without restraint or control, to cease an activity, to set apart for a particular purpose or use, to pronounce incurable
διακοπή,παύοντας,κόβοντας,κόψιμο,τέλος,ανακοπή,διακοπή καπνίσματος,στάση,χωρίζοντας,χτυπώντας
συνεχόμενος,συνεχίζοντας,Τήρηση,εκτελείται σε,προελαύνοντας,διαδικασία,παρακολούθηση (με),προοδευτικός,ενεργοποιημένος,οδήγηση
giving out => δίνοντας, giving one's word => δίνοντας το λόγο του, giving one the gate => δίνοντας σε κάποιον την πύλη, giving one the creeps => προκαλέσει ανατριχίλα, giving off => εκπνέει,