Greek Meaning of giving one's word

δίνοντας το λόγο του

Other Greek words related to δίνοντας το λόγο του

Definitions and Meaning of giving one's word in English

giving one's word

to promise something

FAQs About the word giving one's word

δίνοντας το λόγο του

to promise something

υπόσχεση,ελπιδοφόρος,βρισιές,ορκίζοντας,Συμφωνία,διαθήκη,διασφαλίζοντας,προσχωρούντος,αρραβώνας,επιβεβαιωτικός

No antonyms found.

giving one the gate => δίνοντας σε κάποιον την πύλη, giving one the creeps => προκαλέσει ανατριχίλα, giving off => εκπνέει, giving of => προσφέροντας, giving in (to) => παραχωρώ (σε),