Greek Meaning of insisting
επιμονή
Other Greek words related to επιμονή
- ισχυριζόμενος
- ισχυριζόμενος
- διεκδικώντας
- ανταγωνιζόμενος
- δηλώνοντας
- συντηρώντας
- επιβεβαιωτικός
- ανακοινώνω
- υποστηρίζοντας
- ισχυριζόμενος
- ομολογώντας
- επιβεβαιώνοντας
- υπερασπίζοντας
- διακηρύσσοντας
- ομολογώντας
- διαμαρτυρόμενος
- διατείνονται
- συλλογισμός
- εγγυημένος
- εγγυητής
- εκπομπή
- δικαιολογώντας
- επίμονος
- προτείνοντας
- ορθολογικοποίηση
- επαναβεβαιώνοντας
- επαναβεβαίωσης
- υποστηρίζων
- διατήρηση
- δικαιωματικός
Nearest Words of insisting
Definitions and Meaning of insisting in English
insisting (n)
continual and persistent demands
insisting (p. pr. & vb. n.)
of Insist
FAQs About the word insisting
επιμονή
continual and persistent demandsof Insist
ισχυριζόμενος,ισχυριζόμενος,διεκδικώντας,ανταγωνιζόμενος,δηλώνοντας,συντηρώντας,επιβεβαιωτικός,ανακοινώνω,υποστηρίζοντας,ισχυριζόμενος
Εγκατάλειψη,αρνούμενος,Απορριπτικός,απαιτητικός,αποκηρύσσοντας,αποποιούμενος,αμφισβητώντας,άρνηση,ερώτηση,διαψεύδοντας
insistently => επίμονα, insistent => επίμονος, insistency => επιμονή, insistence => επιμονή, insisted => επέμεινε,