Greek Meaning of wipes
μαντηλάκια καθαρισμού
Other Greek words related to μαντηλάκια καθαρισμού
- Πινέλα
- καθαρίζει
- Καθαρίζει
- χτένες
- απολυμαίνει
- σκόνη
- πλένει
- σφουγγαρίστρα
- εκκαθαρίσεις
- ξεπλένει
- διάρροια
- Αποφλοιωτικό
- σαμπουάν
- Σφουγγάρια
- στυλεοί
- σαρώνει
- αποδεικνύεται ότι
- Ηλεκτρικές σκούπες
- πλένει
- φωτίζει
- αποσμηδύρω
- απορρυπαντικά
- απολυμαίνει
- στεγνό καθαρίζει
- δροσιστική
- Στρατιώτες
- καθαρίζει
- καθαρίζει
- απολυμαίνει
- ελάτια (πάνω)
- ισιώνει (πάνω)
- γλυκαίνει
- τακτοποιεί
Nearest Words of wipes
- wiped the ground with => Σκούπισε το πάτωμα με
- wiped the floor with => Σφουγγάρισε το πάτωμα με
- wipe the ground with => σκουπίζω κάποιον από τη γη
- wipe the floor with => Καταστρέφω
- wipe (away) => σκουπίζω (μακριά)
- winzes => φρέατα
- wintriness => χειμωνιάτικος
- wins => κερδίζει
- winos => αλκοολικοί
- winnowed (out) => (επιλεγμένο (έξω))
Definitions and Meaning of wipes in English
wipes
an act or instance of wiping, to remove by or as if by rubbing, to rub with or as if with something soft for cleaning, to expunge completely, to spread by or as if by wiping, a transition from one scene or picture to another (as in movies or television) made by a line moving across the screen, jeer, gibe, something (such as a towel) used for wiping, to treat with indignity, something used for wiping, to draw, pass, or move for or as if for rubbing or cleaning, to clean or dry by rubbing, to pass or draw over a surface, blow, strike, to defeat decisively, to make a motion of or as if of wiping something
FAQs About the word wipes
μαντηλάκια καθαρισμού
an act or instance of wiping, to remove by or as if by rubbing, to rub with or as if with something soft for cleaning, to expunge completely, to spread by or as
Πινέλα,καθαρίζει,Καθαρίζει,χτένες,απολυμαίνει,σκόνη,πλένει,σφουγγαρίστρα,εκκαθαρίσεις,ξεπλένει
Μολύνει,αποχρωματίζει,λάσπη,ρυπαίνει,λεκέδες,μολύνει,λερώνω,μαυρίζει,λερώνει,εδάφη
wiped the ground with => Σκούπισε το πάτωμα με, wiped the floor with => Σφουγγάρισε το πάτωμα με, wipe the ground with => σκουπίζω κάποιον από τη γη, wipe the floor with => Καταστρέφω, wipe (away) => σκουπίζω (μακριά),