Greek Meaning of remitted

εστάλη

Other Greek words related to εστάλη

Definitions and Meaning of remitted in English

Webster

remitted (imp. & p. p.)

of Remit

FAQs About the word remitted

εστάλη

of Remit

μειωμένος,ελαττωμένος,έπεσε,εξαφανίστηκε,υποχώρησε,μειώθηκε,αρνήθηκε,συρρικνώθηκε,ανακουφισμένος,υποχώρησε

συσσωρευμένος,εμφανίστηκε,κατασκευασμένο,διευρυμένο,επεκταθεί,μεγάλωσε,αυξημένος,εντατικοποιημένος,τοποθετημένος,τριαντάφυλλο

remittance man => εφοδιάστης, remittance => Έμβασμα, remittal => εμβάσματος, remitment => αποστολή χρημάτων, remit => αποστείλω,