Greek Meaning of remissly
παραληκτικός
Other Greek words related to παραληκτικός
- απρόσεκτος
- τεμπέλης
- αμελής
- παραμελώ
- αμελής
- ερειπωμένο
- χαλαρός
- απερίσκεπτος
- Χαλαρός
- αδιάφορος
- παραβάτης
- αδιάφορος
- αδιάφορος
- αγνοώντας
- ξεχασιάρης
- απρόσεκτος
- απρόσεκτος
- απερίσκεπτος
- αδιάφορος
- ανεύθυνος
- ανυποψίαστος
- απρόσεκτος
- Ανεπηρέαστος
- απροστάτευτος
- αδιάφορος
- απρόσεκτος (aprósektos)
- απρόσεκτος
- απρόσεκτος
- προσεκτικός, προσεκτική
- προσεκτικός
- προσεκτικός
- επιφυλακτικός
- συνετός
- συνειδητός
- σχολαστικός
- σχολαστικός
- σχετικά
- συναγερμός
- Φρουρούμενος
- ενδιαφέρομαι
- ενσυνείδητος
- παρατηρητικός
- επιμελής
- υπεύθυνος
- σκέψη
- στοχαστικός
- άγρυπνος
- επιφυλακτικός
- επαγρυπνών
- μη αμελής
- ανήσυχος
- διορατικός
- προνοητικός
- προσεκτικά
- προσεκτικός
- δίνοντας σημασία
- προνοητικός
- προσεκτικός
Nearest Words of remissly
Definitions and Meaning of remissly in English
remissly (adv.)
In a remiss or negligent manner; carelessly.
FAQs About the word remissly
παραληκτικός
In a remiss or negligent manner; carelessly.
απρόσεκτος,τεμπέλης,αμελής,παραμελώ,αμελής,ερειπωμένο,χαλαρός,απερίσκεπτος,Χαλαρός,αδιάφορος
προσεκτικός, προσεκτική,προσεκτικός,προσεκτικός,επιφυλακτικός,συνετός,συνειδητός,σχολαστικός,σχολαστικός,σχετικά,συναγερμός
remissive => επιεικής, remission of sin => άφεση των αμαρτιών, remission => ύφεση, remissible => συγγνώμη, remissibility => δυνατότητα συγχώρεσης,