Greek Meaning of remissible

συγγνώμη

Other Greek words related to συγγνώμη

Definitions and Meaning of remissible in English

Webster

remissible (a.)

Capable of being remitted or forgiven.

FAQs About the word remissible

συγγνώμη

Capable of being remitted or forgiven.

συγχωρημένος,δικαιολογημένος,συγγνωστός,Εφικτό για εμβάσματα,επιτρεπόμενο,συγχωρήσιμος,ακίνδυνος,αμελητέος,ανήλικος,επιτρεπτός

αποτρόπαιος,εγκληματίας,κακός,αμυντικός,απαράδεκτος,θνητός,αδικαιολόγητο,καταδικαστικό,απεχθής,αμαρτωλός

remissibility => δυνατότητα συγχώρεσης, remissful => Αμελής, remiss => αμελής, remising => έμβασμα, remised => επιστράφηκαν,