Greek Meaning of tailed (off)

μειωμένος (μειώθηκε)

Other Greek words related to μειωμένος (μειώθηκε)

Definitions and Meaning of tailed (off) in English

tailed (off)

to become smaller or quieter in a gradual way

FAQs About the word tailed (off)

μειωμένος (μειώθηκε)

to become smaller or quieter in a gradual way

εξατμισμένος,εξαφανίστηκε,πέθανε (μακριά ή κάτω ή έξω),Αποστραγγισμένες (μακριά),έριξε (έξω),ξεθωριασμένος (μακριά),σπαταλημένο (μακριά),λιωμένο(ς) (μακριά),εξαντλημένος,Mειωμένη (προς τα κάτω)

συσσωρευμένος,κατασκευασμένο,διευρυμένο,επεκταθεί,μεγάλωσε,αυξημένος,εντατικοποιημένος,τοποθετημένος,τριαντάφυλλο,κέρωμα

tail (off) => ουρά (εκτός), tags => Ετικέτες, tagrag and bobtail => Τάγραγκ και Μπόμπτειλ, tagline => Σύνθημα, tagging along => ακολουθώ,