Greek Meaning of tapered
Κωνικός
Other Greek words related to Κωνικός
Nearest Words of tapered
Definitions and Meaning of tapered in English
tapered (s)
becoming gradually narrower
tapered (imp. & p. p.)
of Taper
tapered (a.)
Lighted with a taper or tapers; as, a tapered choir.
FAQs About the word tapered
Κωνικός
becoming gradually narrowerof Taper, Lighted with a taper or tapers; as, a tapered choir.
σταδιακός,σταδιακός,προοδευτικός,κλιμακωτός,σταδιακός,ανεπαίσθητος,σταδιακός,Τμηματικά,βήμα-βήμα,φθίνων
ξαφνικός,οξύς,διακοπτόμενος,κοφτερός,ξαφνικά,δυναμικός ,μεταβλητός,μετεωρικός,άλμα,ασταθής
tape-recorded => ηχογραφημένο σε ταινία, taper off => σταδιακά μειώνομαι, taper file => Κωνικό αρχείο, taper => κώνος, tapenade => Ταπενάντ,