Greek Meaning of forking

διακλάδωση

Other Greek words related to διακλάδωση

Definitions and Meaning of forking in English

Wordnet

forking (n)

the place where something divides into branches

the act of branching out or dividing into branches

Webster

forking (p. pr. & vb. n.)

of Fork

FAQs About the word forking

διακλάδωση

the place where something divides into branches, the act of branching out or dividing into branchesof Fork

αποκλίνουσες,διαιρών,χωρισμό,διαχωρίζοντας,εξάπλωση,διακλάδωση,διασπείρω,διανομή,υποχώρηση,διασκόρπιση

ένταξη,συναρμολόγηση,συγκλίνων,συνάντηση,συνάντηση

forkiness => πιρουνοειδής, forkerve => Χαραγή διχάλας, forked lightning => Δίκρανο αστραπή, forked => διχαλωτό, forkbeard => πιρούνι-γενειάδα,