FAQs About the word branching (out)

διακλάδωση

to begin to do more different kinds of activities or work

αποκλίνουσες,διαιρών,χωρισμό,υποχώρηση,διαχωρίζοντας,χωρίζοντας,Καθαρισμός,διακλάδωση,διασκόρπιση,εξάπλωση

ένταξη,συνάντηση,συναρμολόγηση,συγκλίνων,συνάντηση

branched (out) => διακλαδώσει (έξω), branch (out) => Κλάδος (έξω), brambles => βάτα, braking => φρενάρισμα, braked => φρενάρισμα,