Greek Meaning of branched (out)
διακλαδώσει (έξω)
Other Greek words related to διακλαδώσει (έξω)
Nearest Words of branched (out)
Definitions and Meaning of branched (out) in English
branched (out)
to begin to do more different kinds of activities or work
FAQs About the word branched (out)
διακλαδώσει (έξω)
to begin to do more different kinds of activities or work
διαφοροποιήθηκε,διαιρεμένος,διχαλωτό,χωρισμένοι,υποχώρησε,διαχωρισμένος,διαδίδω,μετάδοση,μεταδιδόμενο,καθάρισε
συγκλίνουσας,προσχώρησε,συνάντησε,συναρμολογημένο,συλλεγμένοι
branch (out) => Κλάδος (έξω), brambles => βάτα, braking => φρενάρισμα, braked => φρενάρισμα, brainteasers => γρίφοι,