FAQs About the word delving (into)

(βαθύτερη διερεύνηση (σε)

σκάψιμο (μέσα),εξετάζω,εξερεύνηση,έρευνα (για),ερευνώντας,κοιτάζω (προς),Check in,ελέγχει,διερεύνηση,ερευνητική

No antonyms found.

delves => εξετάζει, delved (into) => βυθίστηκε (σε), delve (into) => εμβαθύνω (σε κάτι), delusions => Παρανοήσεις, delusionary => απατηλός,