Greek Meaning of sifting
κοσκίνισμα
Other Greek words related to κοσκίνισμα
Nearest Words of sifting
Definitions and Meaning of sifting in English
sifting (n)
the act of separating grain from chaff
sifting (p. pr. & vb. n.)
of Sift
FAQs About the word sifting
κοσκίνισμα
the act of separating grain from chaffof Sift
φιλτράρισμα,προβολή,κόσκινημα,Τέντωμα,clarifying,τοποθέτηση,ιζηματοποιούμενος,κατακάθιση,εκκαθάριση,Επαναφορά
ανάμειξη,ανατροφή,Ανάδευση,αναστάτωση,ανησυχητικό
sift => κοσκινίζω, sifilet => σφύριγμα, sifflement => σφύριγμα, sif => Σιεφ, sieve tube => σωληνάριο κόσκινου,