Greek Meaning of sigher
αναστεναγμός
Other Greek words related to αναστεναγμός
Nearest Words of sigher
Definitions and Meaning of sigher in English
sigher (n.)
One who sighs.
FAQs About the word sigher
αναστεναγμός
One who sighs.
αναπνέω,χάφτω,φου,ροχαλητό,εκπνοή,εισπνέω,παντελόνι,πούφ,στεναγμός,συριγμός
ουρλιαχτό,βρυχηθμός,κραυγή,κραυγή,κραυγή,τσίριγμα,φωνάζω,γαύγισμα,ουρλιάζω,μπόρα
sighed => αναστενάζω, sigh-born => γεννημένος από τον αναστεναγμό, sigh => στεναγμός, sigger => Φλύαρος, sigeh => Υπογραφή,