Greek Meaning of auditing
Ελεγκτική
Other Greek words related to Ελεγκτική
- εξετάζω
- επιθεωρώντας
- αναθεώρηση
- σάρωση
- τοπογραφία.
- προβολή
- Ανάλυση
- έλεγχος (out)
- απάτη
- εξερεύνηση
- αναθεώρηση
- ερευνώντας
- την εποπτεία
- εξεταστικός
- σπουδάζει
- παρακολούθηση
- κατηγοριοποίηση
- ταξινόμηση
- χτένισμα
- (βαθύτερη διερεύνηση (σε)
- διατομή
- παρατηρώντας
- παρατηρώντας
- θέα
- Σύνταξη
- επιθεώρηση
- υδραυλικός
- να μελετάει ενδελεχώς (πάνω από)
- διερεύνηση
- επανεξέταση
- ελέγχοντας ξανά
- ερευνητική
Nearest Words of auditing
- audited account => Ελεγμένος λογαριασμός
- audited => ελεγμένο
- audita querela => Εναγωγή ακυρότητας
- audit programme => Πρόγραμμα ελέγχου
- audit program => Πρόγραμμα ελέγχου
- audit => έλεγχος
- audiphone => ακουστικό βαρηκοΐας
- audiovisual aid => Οπτικοακουστικό μέσο
- audiovisual => οπτικοακουστικός
- audiotape => Κασέτα ήχου
Definitions and Meaning of auditing in English
auditing (p. pr. & vb. n.)
of Audit
FAQs About the word auditing
Ελεγκτική
of Audit
εξετάζω,επιθεωρώντας,αναθεώρηση,σάρωση,τοπογραφία.,προβολή,Ανάλυση,έλεγχος (out),απάτη,εξερεύνηση
γρήγορο βλέμμα (κάτι που εξετάζει ή περνάει από εκεί),χαμένος,μικροανάλυση
audited account => Ελεγμένος λογαριασμός, audited => ελεγμένο, audita querela => Εναγωγή ακυρότητας, audit programme => Πρόγραμμα ελέγχου, audit program => Πρόγραμμα ελέγχου,