Greek Meaning of auditory aphasia
ακουστική αφασία
Other Greek words related to ακουστική αφασία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of auditory aphasia
- auditory apparatus => ακουστικό σύστημα
- auditory area => ακουστική περιοχή
- auditory canal => Ακουστικό κανάλι
- auditory center => Ακουστικό κέντρο
- auditory communication => ακουστική επικοινωνία
- auditory cortex => Ακουστικός φλοιός
- auditory hallucination => ακουστική ψευδαίσθηση
- auditory hyperesthesia => Υπερευαισθησία της ακοής
- auditory image => Ακουστική εικόνα
- auditory meatus => Ακουστικός πόρος
Definitions and Meaning of auditory aphasia in English
auditory aphasia (n)
an impairment in understanding spoken language that is not attributable to hearing loss
FAQs About the word auditory aphasia
ακουστική αφασία
an impairment in understanding spoken language that is not attributable to hearing loss
No synonyms found.
No antonyms found.
auditory agnosia => Ακουστική αγνωσία, auditory => Ακουστικός, auditorship => Ελεγκτική υπηρεσία, auditorium => αμφιθέατρο, auditorial => ακουστικός,