Greek Meaning of auditorship
Ελεγκτική υπηρεσία
Other Greek words related to Ελεγκτική υπηρεσία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of auditorship
- auditory => Ακουστικός
- auditory agnosia => Ακουστική αγνωσία
- auditory aphasia => ακουστική αφασία
- auditory apparatus => ακουστικό σύστημα
- auditory area => ακουστική περιοχή
- auditory canal => Ακουστικό κανάλι
- auditory center => Ακουστικό κέντρο
- auditory communication => ακουστική επικοινωνία
- auditory cortex => Ακουστικός φλοιός
- auditory hallucination => ακουστική ψευδαίσθηση
Definitions and Meaning of auditorship in English
auditorship (n.)
The office or function of auditor.
FAQs About the word auditorship
Ελεγκτική υπηρεσία
The office or function of auditor.
No synonyms found.
No antonyms found.
auditorium => αμφιθέατρο, auditorial => ακουστικός, auditor => ελεγκτής, auditive => Ακουστικός, audition => Οντισιόν,