FAQs About the word insomnia

Αϋπνία

an inability to sleep; chronic sleeplessnessWant of sleep; inability to sleep; wakefulness; sleeplessness.

εγρήγορση,ανησυχία,αϋπνία,εγρήγορση

Υπνηλία,υπνηλία,Ναρκοληψία

insolvent => αφερέγγυος, insolvency => αφερεγγυότητα, insolvencies => Πτωχεύσεις, insolvable => άλυτο, insolubleness => Αδιάλυτοτητα,