FAQs About the word sleeplessness

αϋπνία

a temporary state in which you are unable (or unwilling) to sleep

Αϋπνία,ανησυχία,εγρήγορση,εγρήγορση

Υπνηλία,υπνηλία,Ναρκοληψία

sleeplessly => αϋπνία, sleepless person => Άυπνος, sleepless => άυπνος, sleep-learning => εκμάθηση στον ύπνο, sleepish => Υπνηλία,