Greek Meaning of gunman
ένοπλος
Other Greek words related to ένοπλος
- δολοφόνος
- ληστής
- ληστής
- εγκληματίας
- απατεώνας
- Απελπισμένος
- κακούργος
- γκάνγκστερ
- Ληστής
- αλήτης
- παραβάτης
- μαφιόζος
- κακούργος
- παραβάτης
- παράνομος
- εγκληματίας
- δράστης
- πειρατής
- κακούργος
- Μπράβο
- εκφοβιστής
- αδίστακτος
- μέλος συμμορίας
- γκάγκστερ
- μπάχαλος
- Γορίλας
- καπό
- Χούλιγκαν
- γκάνγκστερ
- πορτοφολάς
- πανκ
- ληστής
- Τραχύς λαιμός
- θορυβώδης
- τραμπούκος
- Κλέφτης
- σκληρός
- κακός
- αρχιμαλάκας
- ανήλικος παραβάτης
- Φλυτζάνι
- άσχημος
- εκβιαστής
- απατεώνας
- δύσκολος άνθρωπος
- σκληραγωγημένος
- Βάνδαλος
- μπουμπούνας
Nearest Words of gunman
Definitions and Meaning of gunman in English
gunman (n)
a professional killer who uses a gun
a person who shoots a gun (as regards their ability)
FAQs About the word gunman
ένοπλος
a professional killer who uses a gun, a person who shoots a gun (as regards their ability)
δολοφόνος,ληστής,ληστής,εγκληματίας,απατεώνας,Απελπισμένος,κακούργος,γκάνγκστερ,Ληστής,αλήτης
No antonyms found.
gunlock => ασφάλεια όπλου, gunk => μούργα, gunite => γουνίτα, gung ho => Γεμάτος ενθουσιασμό και αφοσίωση, gunflint => πυρόλιθος,