Greek Meaning of hard-driving
δυναμικός
Other Greek words related to δυναμικός
- φιλόδοξος
- φιλόδοξος
- δυναμικός
- Ενεργητικός
- ωθώντας
- φιλόδοξος
- επιθετικός
- κινούμενη
- φλογερός
- διεκδικητικός
- πρόθυμος
- Ανταγωνιστικός
- αποφασισμένος
- επιμελής
- οδήγηση
- πρόθυμος
- επιχειρηματικός
- Γεμάτος ενθουσιασμό και αφοσίωση
- Πεινασμένος
- βιαστικός
- παθιασμένος
- εργατικός
- ζωηρός
- παρακινημένος
- opportunιστικός
- επιτηδευμένος
- επιθετικός
- αντίπαλος
- φτωχό
- διεκδικητικός
- εγωιστής
- ζωηρός
- τολμηρός
- τολμηρός
- ζωηρός
- ανταγωνιστικός
- άψογος
Nearest Words of hard-driving
Definitions and Meaning of hard-driving in English
hard-driving
extremely ambitious, energetic, or hardworking, intensely ambitious, energetic, or hardworking
FAQs About the word hard-driving
δυναμικός
extremely ambitious, energetic, or hardworking, intensely ambitious, energetic, or hardworking
φιλόδοξος,φιλόδοξος,δυναμικός ,Ενεργητικός,ωθώντας,φιλόδοξος,επιθετικός,κινούμενη,φλογερός,διεκδικητικός
άφιλος,αδιάφορος ,ανεπίσημος,αδιάφορος,εύκολος,αδιάφορος,αδιάφορος,αναφιλόδοξος,αδιάφορος,μη ενθουσιασμένος
hardcovers => Σκληρόδετα βιβλία, hardbacks => Σκληρόδετα βιβλία, hard of hearing => βαρήκοος, hard goods => Σκληρά αγαθά, harbors => λιμάνια,