Greek Meaning of aspiring
φιλόδοξος
Other Greek words related to φιλόδοξος
- φιλόδοξος
- φλογερός
- πρόθυμος
- επιμελής
- πρόθυμος
- Ενεργητικός
- επιχειρηματικός
- ωθώντας
- φιλόδοξος
- δυναμικός
- επιθετικός
- κινούμενη
- διεκδικητικός
- Ανταγωνιστικός
- αποφασισμένος
- οδήγηση
- δυναμικός
- Γεμάτος ενθουσιασμό και αφοσίωση
- Πεινασμένος
- βιαστικός
- παθιασμένος
- εργατικός
- απότομος
- ζωηρός
- παρακινημένος
- opportunιστικός
- υπερβολικά φιλόδοξος
- επιτηδευμένος
- επιθετικός
- ανυπόμονος
- αντίπαλος
- φτωχό
- εγωιστής
- ζωηρός
- τολμηρός
- τολμηρός
- ζωηρός
- ανταγωνιστικός
- άψογος
Nearest Words of aspiring
- aspis => οχιά (ochiá)
- aspish => δηλητηριώδης
- aspleniaceae => Aspleniaceae
- asplenium => Ασπλήνιο
- asplenium adiantum-nigrum => Μαύρη σπληνόχορτο
- asplenium billotii => Ασπλήνιο το του Μπιλό
- asplenium bradleyi => Ασπλήνιο του Μπράντλεϊ
- asplenium ceterach => Ασπλήνιο το αθύριο
- asplenium montanum => Ασπλήνιο του βουνού
- asplenium nidus => Φωλιά πουλιού
Definitions and Meaning of aspiring in English
aspiring (s)
desiring or striving for recognition or advancement
aspiring (p. pr. & vb. n.)
of Aspire
aspiring (a.)
That aspires; as, an mind.
FAQs About the word aspiring
φιλόδοξος
desiring or striving for recognition or advancementof Aspire, That aspires; as, an mind.
φιλόδοξος,φλογερός,πρόθυμος,επιμελής,πρόθυμος,Ενεργητικός,επιχειρηματικός,ωθώντας,φιλόδοξος,δυναμικός
άφιλος,αδιάφορος ,ανεπίσημος,αδιάφορος,εύκολος,αδιάφορος,αναφιλόδοξος,αδιάφορος,μη ενθουσιασμένος,αδιάφορος
aspirin powder => σκόνη ασπιρίνης, aspirin => ασπιρίνη, aspirer => Ποθώ, aspirement => επιδιώξεις, aspired => φιλοδοξούσε,