Greek Meaning of aspired

φιλοδοξούσε

Other Greek words related to φιλοδοξούσε

Definitions and Meaning of aspired in English

Webster

aspired (imp. & p. p.)

of Aspire

FAQs About the word aspired

φιλοδοξούσε

of Aspire

ελπίζει,σκοπούμενος,σήμαινε,προγραμματισμένη,ήθελε,στοχευμένος,επιτρεπόμενο,προσπάθησε,υπολογισμένος,θεωρούμενος

αρνήθηκε,καταγόμενος,βουτηγμένο,έπεσε,έπεσε,βυθισμένος,βούτηξε,περιστέρι,έπεσε κάθετα,βούλιαξε

aspire => φιλοδοξώ, aspiratory => φιλοδοξία, aspirator => αναρροφητήρας, aspiration pneumonia => Πνευμονία από εισρόφηση, aspiration => προσδοκία,