Greek Meaning of aspirer
Ποθώ
Other Greek words related to Ποθώ
Nearest Words of aspirer
- aspirin => ασπιρίνη
- aspirin powder => σκόνη ασπιρίνης
- aspiring => φιλόδοξος
- aspis => οχιά (ochiá)
- aspish => δηλητηριώδης
- aspleniaceae => Aspleniaceae
- asplenium => Ασπλήνιο
- asplenium adiantum-nigrum => Μαύρη σπληνόχορτο
- asplenium billotii => Ασπλήνιο το του Μπιλό
- asplenium bradleyi => Ασπλήνιο του Μπράντλεϊ
Definitions and Meaning of aspirer in English
aspirer (n)
an ambitious and aspiring young person
aspirer (n.)
One who aspires.
FAQs About the word aspirer
Ποθώ
an ambitious and aspiring young personOne who aspires.
στόχος,πηγαίνω,ελπίδα,σκοπεύω,μέση τιμή,σχέδιο,πόθος,επιτρέψω,Προσπάθεια,υπολογίζω
πτώση,κατέρχομαι,βουτάω,σταγόνα,πέφτω,βουτιά,κατάδυση,βυθίζω,νιπτήρας,ολίσθηση
aspirement => επιδιώξεις, aspired => φιλοδοξούσε, aspire => φιλοδοξώ, aspiratory => φιλοδοξία, aspirator => αναρροφητήρας,