Greek Meaning of keeping (back)

συγκρατώ

Other Greek words related to συγκρατώ

Definitions and Meaning of keeping (back) in English

keeping (back)

to not go near something

FAQs About the word keeping (back)

συγκρατώ

to not go near something

συγκράτηση (στην αρχή),διατήρηση,Τήρηση,συντηρώντας,διατηρητέο,Κράτηση,αποταμίευση,παρακράτηση

(ασχολία),παράδοση,σίτιση,Επίπλωση,Giving = Δίνοντας,δίνοντας,παράδοση,παρέχοντας,παρέχοντας, **(με)

keepers => τερματοφύλακες, keep up (with) => παρακολουθώ, keep to => τηρώ, keep one's eyes peeled for => να έχεις τα μάτια σου δεκατέσσερα., keep one's eyes open for => προσέχουμε,