Greek Meaning of holding (back)
συγκράτηση (στην αρχή)
Other Greek words related to συγκράτηση (στην αρχή)
- ντροπιαστικός
- εμποδίζοντας
- εμποδίζοντας
- εμποδίζοντας
- εμποδίζοντας
- δέσιμο
- παρεμβαίνω (σε)
- δέσιμο
- αποκλεισμός
- απόφραξη
- περιοριστική
- καθυστέρηση
- ανησυχητικός
- επιβαρυντικός
- χειροπέδες
- αναπηρία
- Κούτσαινε
- ανασταλτικός
- αλυσοδένοντας
- συγκρατημένος
- δεσμώτης
- Περιορισμός
- κράμπες
- Στένω ο στύλ κάποιου
- δεσμευτικό
- δίνει δύσκολο χρόνο
- κρατώντας
- εμποδίζοντας
- συναρπαστικός
- απορίας άξιο
- αντίσταση
- οδοφράγματα
- υποχρεωτικός
- Αποκλεισμός
- αλυσοποίηση
- έλεγχος
- ασφυξία
- περιοριστικός
- κράσπεδο
- εκτροχιάζοντας
- απορρόφηση
- απογοητευτικός
- τρεμάμενος
- λουριά
- Ρινινγκ
- διατήρηση
- Καθυστερημένος
- Βραχυκύκλωμα
- αποπνικτικός
- ασφυκτικός
- σύνδεση μέσω ενός δικτύου
- ματαιώνοντας
- περιοριστικός
- δέσιμο
- βάλτωμα
- φρενάρισμα
- Αντιστάθμιση κινδύνου (σε)
- στρίφωμα
- δέσιμο χοίρων
- σαμποτάροντας
- δέσιμο
Nearest Words of holding (back)
- holdbacks => κρατήσεις
- hold with => κρατώ με
- hold to => Κρατώ
- hold out (past) => κρατώ (παρελθόντας χρόνος)
- hold one's tongue => Να συγκρατείται κάποιος
- hold one's peace => σιωπή
- hold one's horses => Κρατήστε τα άλογά σας
- hold one's breath => Κρατήστε την ανάσα σας
- hold on to => κράτα
- hold on (to) => κρατάω (από)
- holding (in) => περιέχοντας (μέσα)
- holding (past) => κρατώ
- holding a brief for => κατέχοντας ένα σύντομο σημείωμα για
- holding back => συγκράτηση
- holding down => διακράτηση
- holding forth => Κρατώντας
- holding off => Αναστολή
- holding off (on) => συγκράτηση (για)
- holding on => κρατώντας
- holding on to => κρατώντας
Definitions and Meaning of holding (back) in English
holding (back)
to refrain from revealing or parting with, to keep from advancing to the next stage, grade, or level, something held back, to keep oneself in check, to refrain from revealing or parting with something, the act of holding back, to keep from revealing or giving, to hinder the progress or achievement of, to make difficult the progress or achievement of, something that retains or restrains
FAQs About the word holding (back)
συγκράτηση (στην αρχή)
to refrain from revealing or parting with, to keep from advancing to the next stage, grade, or level, something held back, to keep oneself in check, to refrain
ντροπιαστικός,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας,δέσιμο,παρεμβαίνω (σε),δέσιμο,αποκλεισμός,απόφραξη
βοήθεια,βοήθεια,διευκολυντικό,βοηθητικός,άνοιγμα,εκκαθάριση,απελευθερωτικό,απελευθερωτικός,Απελευθέρωση,ανοίγοντας δρόμο
holdbacks => κρατήσεις, hold with => κρατώ με, hold to => Κρατώ, hold out (past) => κρατώ (παρελθόντας χρόνος), hold one's tongue => Να συγκρατείται κάποιος,