Greek Meaning of holding (in)

περιέχοντας (μέσα)

Other Greek words related to περιέχοντας (μέσα)

Definitions and Meaning of holding (in) in English

holding (in)

to stop (an emotion) from being expressed

FAQs About the word holding (in)

περιέχοντας (μέσα)

to stop (an emotion) from being expressed

απόκρυψη,περιβάλλων,κρύβοντας,περιοριστικός,Mάσκα,σκοτεινός,περιοριστικός,εκκρίνοντας,πέπλο,Καμουφλάζ

εκπομπή,κυκλοφορούν,διασπείροντας,πολλαπλασιαζόμενος,εξάπλωση,Διανομή,ακτινοβόλος,διασκόρπιση,απέραντος,διαχεόμενο

holding (back) => συγκράτηση (στην αρχή), holdbacks => κρατήσεις, hold with => κρατώ με, hold to => Κρατώ, hold out (past) => κρατώ (παρελθόντας χρόνος),