FAQs About the word swooning

Λιποθυμία

weak and likely to lose consciousness

λιποθυμία,καταρρέων,λιποθυμία,λιποθυμία,αναλύοντας,λιποθυμάω,σκύβοντας (πάνω)

ερχόμενος σε,αναβιωτικό,γύρω από

swoon => λιποθυμία, swollen-headed => φουσκωμένος, swollen => πρησμένος, swob => μπατονέτα, swizzle stick => αναδευτήρας,