Greek Meaning of swooning
Λιποθυμία
Other Greek words related to Λιποθυμία
Nearest Words of swooning
Definitions and Meaning of swooning in English
swooning (s)
weak and likely to lose consciousness
FAQs About the word swooning
Λιποθυμία
weak and likely to lose consciousness
λιποθυμία,καταρρέων,λιποθυμία,λιποθυμία,αναλύοντας,λιποθυμάω,σκύβοντας (πάνω)
ερχόμενος σε,αναβιωτικό,γύρω από
swoon => λιποθυμία, swollen-headed => φουσκωμένος, swollen => πρησμένος, swob => μπατονέτα, swizzle stick => αναδευτήρας,