Greek Meaning of fixedly
αμετάβλητα
Other Greek words related to αμετάβλητα
- ενεργά
- αποφασιστικά
- αποφασιστικά
- εμφατικά
- έντονα
- προσεκτικά
- αποφασιστικά
- άκαμπτα
- έξυπνα
- σταθερά
- γερά
- Τετραγωνικά
- σταθερά
- σταθερά
- σίγουρα
- επιθετικά
- εκδηλωτικά
- με αυτοπεποίθηση
- γρήγορα
- τραγανός
- άμεσα
- ανυπόμονα
- γρήγορος
- άγρια
- σταθερά
- γενναία
- θερμότατα
- ζωηρά
- γενναία
- ισχυρά
- ηθελημένα
- έντονα
- πνευματικά
- σφοδρά
- ζωηρά
- δυναμικά
- ενεργητικά
- εκρηκτικά
- βίαια
- με τη βία
- πολύ
- μυϊκά
- δυναμικά
- ανθεκτικά
- στρογγυλά
- άκαμπτα
- άκαμπτα
- σθεναρά
- έντονα
- σταθερά
- δυναμικά
- γρήγορα
- γενναία
Nearest Words of fixedly
- fixed-cycle operation => σταθερής λειτουργίας κύκλου
- fixed-combination drug => Σταθερού συνδυασμού φάρμακο
- fixed storage => Μόνιμη αποθήκη
- fixed star => απλανής αστέρας
- fixed phagocyte => Σταθερό φαγοκύτταρο
- fixed oil => Σταθερό έλαιο
- fixed investment trust => Ταμείο σταθερών επενδύσεων
- fixed intonation => σταθερός τονισμός
- fixed disk => Σκληρός δίσκος
- fixed costs => Σταθερά κόστη
- fixedness => Σταθερότητα
- fixed-point notation => Αναπαράσταση με σταθερή τελεία
- fixed-point number => Αριθμός σταθερού σημείου
- fixed-point part => Μέρος σταθερής τελείας
- fixed-point representation system => Σύστημα αναπαράστασης σταθερού σημείου
- fixed-width font => Γραμματοσειρά σταθερού πλάτους
- fixer => μεσολαβητής
- fixer-upper => Φτιάχνω-μέσα
- fixidity => ακινησία
- fixing => επιδιόρθωση
Definitions and Meaning of fixedly in English
fixedly (r)
in a fixed manner
fixedly (adv.)
In a fixed, stable, or constant manner.
FAQs About the word fixedly
αμετάβλητα
in a fixed mannerIn a fixed, stable, or constant manner.
ενεργά,αποφασιστικά,αποφασιστικά,εμφατικά,έντονα,προσεκτικά,αποφασιστικά,άκαμπτα,έξυπνα,σταθερά
Απαλά,ελαφρά,αμυδρά,απαλά,απαλά,αδύναμα,νωχελικά,τεμπέλα,αδιάφορα,τρεμάμενος
fixed-cycle operation => σταθερής λειτουργίας κύκλου, fixed-combination drug => Σταθερού συνδυασμού φάρμακο, fixed storage => Μόνιμη αποθήκη, fixed star => απλανής αστέρας, fixed phagocyte => Σταθερό φαγοκύτταρο,