Greek Meaning of potence
Δύναμη
Other Greek words related to Δύναμη
Nearest Words of potence
Definitions and Meaning of potence in English
potence (n)
the state of being potent; a male's capacity to have sexual intercourse
FAQs About the word potence
Δύναμη
the state of being potent; a male's capacity to have sexual intercourse
Ενέργεια,Δύναμη,δύναμη,δύναμη,ικανότητα,χωρητικότητα,ικανότητα,αρμοδιότητα,Πυρκαγιά,δύναμη
Αναπηρία,ανικανότητα,Ανικανότητα,ανικανότητα,ανικανότητα,ανικανότητα,ανικανότητα,αδυναμία,αδυναμία,ανικανότητα
potemkin village => Χωριό Ποτέμκιν, potemkin => Ποτέμκιν, poteen => Ποτίμ, potboy => αγόρι, potbound => δεμένος σε γλάστρα,