Greek Meaning of incapableness
αναπηρία
Other Greek words related to αναπηρία
Nearest Words of incapableness
Definitions and Meaning of incapableness in English
incapableness (n)
lack of potential for development
the quality of not being capable -- physically or intellectually or legally
incapableness (n.)
The quality or state of being incapable; incapability.
FAQs About the word incapableness
αναπηρία
lack of potential for development, the quality of not being capable -- physically or intellectually or legallyThe quality or state of being incapable; incapabil
Αναπηρία,ανικανότητα,Ανικανότητα,ανικανότητα,ανικανότητα,ανικανότητα,ανικανότητα,αναποτελεσματικότητα,αναποτελεσματικότητα,αναποτελεσματικότητα
ικανότητα,χωρητικότητα,Ενέργεια,Πυρκαγιά,δύναμη,ίππος,ίσως,μυς,Δύναμη,δύναμη
incapable => ανίκανος, incapability => ανικανότητα, incanting => επωδός, incantatory => επωδικός, incantation => μαγεία,