Greek Meaning of incantatory
επωδικός
Other Greek words related to επωδικός
Nearest Words of incantatory
Definitions and Meaning of incantatory in English
incantatory (a.)
Dealing by enchantment; magical.
FAQs About the word incantatory
επωδικός
Dealing by enchantment; magical.
Κατάρα,επίκληση,ξόρκι,Αμπρακατάμπρα (Amprakadámbra),γόητρο,γοητεία,επίκληση,μαγεία,γοητεία,γοητεία
No antonyms found.
incantation => μαγεία, incanous => λευκός, incanescent => πυρακτώδης, incandescent lamp => Λάμπα πυράκτωσης, incandescent => λαμπτήρας πυρακτώσεως,