Greek Meaning of winsomely
γοητευτικά
Other Greek words related to γοητευτικά
- φωτεινό
- χαρούμενος
- αισιόδοξος
- ευθυμής
- αμέριμνος
- πλευστό
- απρόσεκτος
- χαρούμενος
- χαρούμενος
- ομοφυλόφιλος
- χαρούμενος
- χαμογελώντας.
- χαρούμενος
- χαρούμενος
- ζωηρός
- χαρούμενος
- χαμογελαστός
- ηλιόλουστος
- αισιόδοξο
- κινούμενη
- μακάριος
- δώρο
- canty
- ανέμελος
- καβαλάρης
- κεφάτος
- Χαρούμενος
- Άφοβος
- εύκολος
- ευπεπτικός
- χαρούμενος
- χαρούμενος
- ευγνώμων
- ανέμελος
- ελπιδοφόρος
- ανέμελος
- ζωηρός
- χαρούμενος
- χαρούμενος
- χαρούμενος
- χαρούμενος
- γελαστός
- ανέμελος
- Ελαφρύς
- μελωδικός
- χαρούμενος
- pithani
- χαρούμενος
- ροζ** (róz)
- αισιόδοξος
- ικανοποιημένος
- Ζωηρός
- Ανεπηρέαστος
- Ζωντανός
- ζωηρός
- κατσούφης
- μελαγχολικός
- σκυθρωπός
- δίχως χαρά
- κατσούφης
- λυπημένος
- Σατουρνικός
- σουμπρός
- κατσούφης
- δυστυχισμένος
- μπλε
- απογοητευμένος
- καταθλιπτικός
- απογοητευμένος
- απαρηγόρητος
- απογοητευμένος
- βαρετό
- εγκαταλελειμμένος
- απελπισμένος
- ληθαργικός
- αδιάφορος
- Χαμηλός
- μελαγχολία
- Αργός
- λυπημένος
- ληθαργικός
- δυσαρεστημένος
- σπασμένη καρδιά
- αποκαρδιωμένος
- απογοητευμένος
- κάτω
- αποκαρδιωμένος
- γερμένο
- βαρύκαρδος
- απαρηγόρητος
- καταβεβλημένος
- άχαρος
Nearest Words of winsomely
- winsomeness => χάρη
- winston churchill => Ουίνστον Τσώρτσιλ
- winston s. churchill => Ουίνστον Σ.Τσόρτσιλ
- winston-salem => Ουίνστον-Σάλεμ
- winter => χειμώνας
- winter aconite => Χειμωνάνθη
- winter cherry => Φούσκα
- winter cress => χειμερινό κάρδαμο
- winter crookneck => Χειμωνιάτικη σκουός με λυγισμένο λαιμό
- winter crookneck squash => χειμωνιάτικο κούκι
Definitions and Meaning of winsomely in English
winsomely (r)
in an engaging manner
FAQs About the word winsomely
γοητευτικά
in an engaging manner
φωτεινό,χαρούμενος,αισιόδοξος,ευθυμής,αμέριμνος,πλευστό,απρόσεκτος,χαρούμενος,χαρούμενος,ομοφυλόφιλος
κατσούφης,μελαγχολικός,σκυθρωπός,δίχως χαρά,κατσούφης,λυπημένος,Σατουρνικός,σουμπρός,κατσούφης,δυστυχισμένος
winsome => γοητευτικός, winslow homer => Ουίνσλοου Χόμερ, winslow => Ουίνσλοου, winsing => Γουίνσινγκ, winrow => αερόβελος,