Greek Meaning of sanguine
αισιόδοξος
Other Greek words related to αισιόδοξος
- αιμοσταγής
- βίαιος
- Άγριος
- άγριος
- φονικός
- αιματηρός
- άγριος
- επιθετικός
- αιματηρό
- Αμφιλεγόμενος
- σκληρός
- ανθρωποκτόνος
- εχθρικός
- αδίστακτος
- αισιόδοξος
- κακός
- ανταγωνιστικός
- διεκδικητικός
- βάρβαρος
- βάρβαρος
- πολεμοχαρής
- εμπόλεμος
- Ματωμένος
- ψυχρός
- μαχητικός
- ασύμφωνος
- έπεσε
- μονομάχος
- αιματηρός
- ζοφερός
- άκαρδος
- απάνθρωπος
- κακόβουλος
- κακόβουλος
- κακοήθης
- Κακοήθης
- αμείλικτος
- βρώμικο
- άσπλαχνος
- μαχητικός
- φιλονικός
- σαδιστικός
- φτωχό
- κακεντρεχής
- άγριος
- αυθαίρετος
- καλοήθης
- συμπονετικός
- συμβιβαστικός
- αποπλιστικός
- φιλειρηνικός
- ανθρώπινος
- ευγενικός
- Ειρηνικός
- ειρηνικός
- ειρηνικός
- εξιλαστήριος
- συμπαθής
- μη διεκδικητικός
- ζεστός
- Φιλικός
- φιλικός
- φιλικός
- ηρεμιστικό
- φιλάνθρωπος
- καλοήθης
- ήπιος
- ήπιος
- Καλοκάγαθος
- καλόκαρδος
- παρακαλώ
- επιεικής
- ελεήμων
- εξευμενιστικός
- κατευναστικός
- ηρεμιστικό
- Κατευναστικός
- κατευναστικός
- τρυφερό
- Τρυφερός
- μη επιθετικός
- Θερμόκαρδος
- ειρηνοποίηση
- υποτακτικός
- υποχωρητικός
- παράδοση
Nearest Words of sanguine
Definitions and Meaning of sanguine in English
sanguine (n)
a blood-red color
sanguine (s)
confidently optimistic and cheerful
inclined to a healthy reddish color often associated with outdoor life
sanguine (a.)
Having the color of blood; red.
Characterized by abundance and active circulation of blood; as, a sanguine bodily temperament.
Warm; ardent; as, a sanguine temper.
Anticipating the best; not desponding; confident; full of hope; as, sanguine of success.
sanguine (n.)
Blood color; red.
Anything of a blood-red color, as cloth.
Bloodstone.
Red crayon. See the Note under Crayon, 1.
sanguine (v. t.)
To stain with blood; to impart the color of blood to; to ensanguine.
FAQs About the word sanguine
αισιόδοξος
a blood-red color, confidently optimistic and cheerful, inclined to a healthy reddish color often associated with outdoor lifeHaving the color of blood; red., C
αιμοσταγής,βίαιος,Άγριος,άγριος,φονικός,αιματηρός,άγριος,επιθετικός,αιματηρό,Αμφιλεγόμενος
καλοήθης,συμπονετικός,συμβιβαστικός,αποπλιστικός,φιλειρηνικός,ανθρώπινος,ευγενικός,Ειρηνικός,ειρηνικός,ειρηνικός
sanguinary ant => Αιμοβόρα μυρμήγκια, sanguinary => αιματηρός, sanguinariness => Αιμοδιψία, sanguinarily => αιματηρά, sanguinaria canadensis => Αιματόριζα η καναδική,