Greek Meaning of enchantingly

γοητευτικά

Other Greek words related to γοητευτικά

Definitions and Meaning of enchantingly in English

Wordnet

enchantingly (r)

in a bewitching manner

FAQs About the word enchantingly

γοητευτικά

in a bewitching manner

όμορφα,γοητευτικά,νόστιμος,ευχάριστα,ευχάριστα,λεπτομερώς,ένδοξα,μεγάλος, καταπληκτικός,ωραία,γλυκά

φρικτά,τρομερά,άσχημα,δυσάρεστα,φοβερά,φρικτά,άρρωστος,σοκαριστικά,αηδιαστικά,τρομερά

enchanting => μαγευτικός, enchanter's nightshade => Στρύχνος, enchanter => Μάγος, enchanted => γοητευμένος, enchant => μαγεύω,