Greek Meaning of jog trot
Τροχάζω
Other Greek words related to Τροχάζω
- Άσκηση
- αυλάκωση
- Πόζα
- καθεστώς
- δίαιτα
- ρουτίνα
- ρουτίνα
- χρήση
- χρήση
- μανιέρα
- αέρας
- χαρακτηριστικό
- τσάντα
- χαρακτηριστικός
- σύμβαση
- συμπεριφορά
- Εκκεντρικότητα
- φόρμα
- Τρόποι
- λειτουργία
- ηθη
- ιδιαιτερότητα
- καθεστώς
- απέξω
- σετ
- μοναδικότητα
- στυλ
- τάση
- χαρακτηριστικό
- σειρά
- εθισμός
- λυγισμένος
- διάθεση
- κλίση
- κόμπος
- Σήμα
- ιδιαιτερότητα
- ευελιξία
- ιδιοτροπία
- τενόρος
- τικ
Nearest Words of jog trot
- jogged => έτρεχε
- jogger => Τζόγκερ
- jogging => Τζόκινγκ
- joggle => σκούντημα
- joggled => τράνταγμα
- joggling => τράνταγμα
- johan august strindberg => Γιόχαν Αύγουστ Στρίντμπεργκ
- johan julius christian sibelius => Γιόχαν Γιούλιους Κρίστιαν Σιμπέλιους
- johan kepler => Γιοχάνες Κέπλερ
- johann bernoulli => Γιόχαν Μπερνούλι
Definitions and Meaning of jog trot in English
jog trot (n)
an easy gait of a horse; midway between a walk and a trot
FAQs About the word jog trot
Τροχάζω
an easy gait of a horse; midway between a walk and a trot
Άσκηση,αυλάκωση,Πόζα,καθεστώς,δίαιτα,ρουτίνα,ρουτίνα,χρήση,χρήση,μανιέρα
No antonyms found.
jog => τρέξιμο, joffrey => Τζόφρεϊ, joffre => Zοφρ, joewood => Τζόουιντ, joes => joes,