Greek Meaning of furloughed
σε αναστολή εργασίας
Other Greek words related to σε αναστολή εργασίας
Nearest Words of furloughed
Definitions and Meaning of furloughed in English
furloughed (imp. & p. p.)
of Furlough
FAQs About the word furloughed
σε αναστολή εργασίας
of Furlough
κομμένο,κονσέρβα,απολυμένος,απολυμένος,περιορισμένο,υπερβολικός,απολύω,απολύθηκε,αφαιρέθηκε,συνταξιούχος
εργαζόμενος,αρραβωνιασμένος,μισθωμένος,κράτησε,Διατηρημένα,υπογεγραμμένο (πάνω ή σε),συμφωνημένο,επαναπροσληφθείς,επαναπροσλήφθηκε,ανέλαβε
furlough => αναστολή εργασίας, furlong => φέρλονγκ, furling => Τύλιγμα, furlike => σαν γούνα, furled => Μαζεμένος,