Greek Meaning of mustered out

απολύθηκε

Other Greek words related to απολύθηκε

Definitions and Meaning of mustered out in English

mustered out

to discharge from service

FAQs About the word mustered out

απολύθηκε

to discharge from service

απολυμένος,απολυμένος,κυκλοφόρησε,αφαιρέθηκε,συνταξιούχος,απολύθηκε,κομμένο,αναπήδησε,κονσέρβα,απολυμένος

εργαζόμενος,αρραβωνιασμένος,μισθωμένος,κράτησε,Διατηρημένα,υπογεγραμμένο (πάνω ή σε),ανέλαβε,συμφωνημένο,επαναπροσληφθείς,επαναπροσλήφθηκε

mustangs => Μουστάνγκ, mussing (up) => θολωμένος (πάνω), mussily => βρώμικα, musses (up) => μπερδεύει, musses => τσακισμένο,