FAQs About the word mutating

μεταλλασσόμενη

to cause to undergo mutation, to undergo or cause to undergo mutation, to undergo mutation

μεταβλητός,μετατόπιση,μεταβλητός,διακυμάνσεις,κράκ,βελτίωση,Επιδεινούμενος,Βελτιούμενος,μεταμορφούμενος,μεταμόρφωση

σταθεροποιητικός,Στασιμότητα

mutates => μεταλλάσσεται, mutated => μεταλλαγμένος, mutants => μεταλλαγμένοι, musts => πρέπει, must-haves => must-have,