Greek Meaning of mutating
μεταλλασσόμενη
Other Greek words related to μεταλλασσόμενη
Nearest Words of mutating
Definitions and Meaning of mutating in English
mutating
to cause to undergo mutation, to undergo or cause to undergo mutation, to undergo mutation
FAQs About the word mutating
μεταλλασσόμενη
to cause to undergo mutation, to undergo or cause to undergo mutation, to undergo mutation
μεταβλητός,μετατόπιση,μεταβλητός,διακυμάνσεις,κράκ,βελτίωση,Επιδεινούμενος,Βελτιούμενος,μεταμορφούμενος,μεταμόρφωση
σταθεροποιητικός,Στασιμότητα
mutates => μεταλλάσσεται, mutated => μεταλλαγμένος, mutants => μεταλλαγμένοι, musts => πρέπει, must-haves => must-have,