Greek Meaning of stabilizing
σταθεροποιητικός
Other Greek words related to σταθεροποιητικός
Nearest Words of stabilizing
Definitions and Meaning of stabilizing in English
stabilizing (s)
causing to become stable
FAQs About the word stabilizing
σταθεροποιητικός
causing to become stable
Στασιμότητα
μεταβλητός,διακυμάνσεις,μετατόπιση,κράκ,μεταβλητός,Βελτιούμενος,μεταλλασσόμενη,βελτίωση,μεταμορφούμενος,μεταμόρφωση
stabilizer bar => Σταθεροποιητικός μοχλός, stabilizer => σταθεροποιητής, stabilized => σταθεροποιημένο, stabilize => σταθεροποιώ, stabilization => σταθεροποίηση,