Greek Meaning of stableness
σταθερότητα
Other Greek words related to σταθερότητα
Nearest Words of stableness
- stablemate => συναθλητής
- stableman => Ιπποκόμος
- stableboy => αλογοκόμος
- stable gear => Σταθερός εξοπλισμός
- stable factor => Σταθερός παράγοντας
- stable companion => Σταθερός σύντροφος
- stable => σταθερός
- stabilizing => σταθεροποιητικός
- stabilizer bar => Σταθεροποιητικός μοχλός
- stabilizer => σταθεροποιητής
Definitions and Meaning of stableness in English
stableness (n)
the quality or attribute of being firm and steadfast
FAQs About the word stableness
σταθερότητα
the quality or attribute of being firm and steadfast
δυνατός,γερός,αξιόπιστος,ανθεκτικός,γρήγορος,στερεός,αξιόπιστος,στερεός,ήχος,σταθερός
τρεμάμενος,προβληματικός,ασταθής,ασταθής,Αδύναμος,άρρωστος,Ανασφαλής,τρεμάμενος,ανισόρροπος,τρεμάμενος
stablemate => συναθλητής, stableman => Ιπποκόμος, stableboy => αλογοκόμος, stable gear => Σταθερός εξοπλισμός, stable factor => Σταθερός παράγοντας,