Greek Meaning of staccato

στακάτο

Other Greek words related to στακάτο

Definitions and Meaning of staccato in English

Wordnet

staccato (a)

(music) marked by or composed of disconnected parts or sounds; cut short crisply

Wordnet

staccato (r)

separating the notes; in music

FAQs About the word staccato

στακάτο

(music) marked by or composed of disconnected parts or sounds; cut short crisply, separating the notes; in music

αποσυνδεδεμένο,δυσαρμονικός,στριγγός,ασύμφωνος,σίτα,δυσαρμονικός,ενοχλητικός,άμουσος,δυσμουσικός,σκληρός

ευφωνος,Στίχοι,λυρικός,μελωδικός,γλυκός,μελωδικός,μελωδικός,μιούζικαλ,γλυκός,χρυσός

stabroek => Σταμπρουκ, stably => σταθερά, stabling => στάβλος, stableness => σταθερότητα, stablemate => συναθλητής,